- πνευματοκίνητος
- πνευματο-κίνητος, vom Winde, Geiste bewegt, erregt
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
πνευματοκίνητος — ον, ΜΑ αυτός που καθοδηγείται στις κινήσεις του από το Άγιο Πνεύμα («τῆς πνευματοκινήτου τῶν θεολόγων δυνάμεως», Δίον. Αρεοπ.). Επιρρ. πνευματοκινήτως, ΜΑ κατά τρόπο πνευματοκίνητο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πνεῦμα, ατος + κινητός (< κινοῦμαι)] … Dictionary of Greek
πνεύμα — ατος, το / πνεῡμα, ΝΜΑ, και πνέμα Ν 1. η ψυχή και οι λειτουργίες της, ο ψυχικός κόσμος, σε αντιδιαστολή προς τη σάρκα, την ύλη και τον υλικό κόσμο 2. ο νους και οι ικανότητές του, η ευφυΐα, ο λόγος 3. καθετί το άυλο, το ασύλληπτο με τις αισθήσεις … Dictionary of Greek
ՀՈԳԵՇԱՐԺ — (ի, ից.) NBH 2 0112 Chronological Sequence: 8c, 10c, 11c, 13c ա. ՀՈԳԵՇԱՐԺ կամ ՀՈԳԷՇԱՐԺ. πνευματοκίνητος a spiritu motus, inspiratus. Շարժեալ կամ ազդեալ ʼի հոգւոյն սրբոյ. *Յայտնաբանութեամբք հոգեշարժ զօրութեան աստուածաբանիցն. Դիոն. ածայ.: *Հոգեշարժ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)